καθελκυσμός

καθελκυσμός
καθελκυσμός, ,
A launching, Moschio ap.Ath.5.207a.
II collapse, Marcellin.Puls.293.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθελκυσμός — ο (Α καθελκυσμός) [καθελκύω] το να τραβά κάποιος καινούργιο πλοίο από τις εσχάρες τού ναυπηγείου στη θάλασσα, η καθέλκυση αρχ. κατολίσθηση, καθίζηση …   Dictionary of Greek

  • καθελκυσμόν — καθελκυσμός launching masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”